πατρονάρισμα

πατρονάρισμα
το [πατρονάρω]
καθοδήγηση, προώθηση κάποιου παρά τη θέλησή του ή με αθέμιτα μέσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μπασκιά, Ζαν Μισέλ — (Jean Michel Basquiat, Μπρούκλιν, Νέα Υόρκη 1960 – Νέα Υόρκη 1988). Αμερικανός δημιουργός γκράφιτι, ζωγράφος. Σε ηλικία 17 ετών άρχισε να σχεδιάζει με σπρέι γκράφιτι στο μετρό της Νέας Υόρκης, υπογράφοντας ως SAMO. Εγκατέλειψε το σχολείο και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”